Το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) μετράει ήδη τέσσερις δεκαετίες προσφοράς, συμβάλλοντας σημαντικά στη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού και στην κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη. Παρόλα αυτά, η ανάγκη για αναδιοργάνωσή του είναι σαφής, καθώς οι ραγδαίες εξελίξεις στην υγειονομική φροντίδα, σε συνδυασμό με την οικονομική και υγειονομική κρίση, έχουν δημιουργήσει πιεστικές ανάγκες για ενίσχυσή του σε διάφορους τομείς.
Ποια θα ήταν όμως η κατάλληλη προσέγγιση; Αρκεί η αύξηση της χρηματοδότησης; Αν αυτή εξασφαλιστεί, πώς θα καθοριστούν οι τομείς που χρειάζονται μεγαλύτερη υποστήριξη και με ποιες μεθόδους θα κατανεμηθούν οι πόροι; Αυτά είναι βασικά ζητήματα που απαιτούν προσεκτική λήψη αποφάσεων, ιδίως εν μέσω ενός περιβάλλοντος περιορισμένων πόρων και αυξανόμενων απαιτήσεων για υγειονομικές υπηρεσίες.

Η ανάλυση θα πρέπει να περιλαμβάνει παράγοντες όπως η ευκολία πρόσβασης στις κατάλληλες δομές υγείας, η απόσταση από αυτές, ο χρόνος αναμονής, η παροχή υποστήριξης και η συνέχεια της φροντίδας στο σύστημα υγείας. Ο σχεδιασμός ενός “νέου” ΕΣΥ πρέπει να εστιάζει πρωτίστως στις πραγματικές ανάγκες και στα υφιστάμενα κενά, παρά σε παραδοσιακές προσεγγίσεις βασισμένες σε παλιότερους δείκτες.
Ο καθηγητής Κυριάκος Σουλιώτης υπογραμμίζει ότι η επαναξιολόγηση του ΕΣΥ οφείλει να είναι προσανατολισμένη στις ανάγκες των πολιτών. Αρχικά, απαιτείται μια ουσιαστική κατανόηση των αναγκών και προτιμήσεών τους για υγειονομική φροντίδα, που θα περιλαμβάνει ολόκληρη τη διαδρομή τους από το πρώτο σύμπτωμα μέχρι τη συνολική διαχείριση της υγείας τους. Αυτή η ολιστική προσέγγιση θα ενισχυθεί μέσω της καταγραφής παραμέτρων, όπως η εύκολη πρόσβαση στις δομές, ο χρόνος αναμονής και η συνέχεια της παροχής φροντίδας, εξασφαλίζοντας έτσι ένα ασθενοκεντρικό σύστημα υγείας.
Η εξάρτηση από τον ιδιωτικό τομέα και οι ιδιωτικές πληρωμές υπογραμμίζουν την ανάγκη διεύρυνσης των συμβάσεων του ΕΟΠΥΥ με περισσότερους ιατρούς, ενώ η ολοκλήρωση του θεσμού του προσωπικού ιατρού απαιτεί ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο συνεργασίας. Τα εμπόδια πρόσβασης σε υγειονομικές υπηρεσίες (με το 20% των πολιτών να δυσκολεύεται στην πρόσβαση σε γιατρό και το 4% σε φάρμακα) δείχνουν ότι η καθολική σύμβαση των φαρμακείων με την κοινωνική ασφάλιση θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο άρσης αυτών των εμποδίων.
Οι ανισότητες πρόσβασης μεταξύ περιοχών καταδεικνύουν την ανάγκη για τυποποίηση της διαδρομής περίθαλψης σε όλη τη χώρα, με εναρμονισμένα πρότυπα που θα επιτρέπουν την ορθολογική αναπροσαρμογή πόρων και προσωπικού ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες.
Τέλος, ο καθηγητής τονίζει τη σημασία της άμεσης ανταπόκρισης στις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό και εξοπλισμό, καθώς και τη δημιουργία ενός συστήματος αμοιβών που θα αναγνωρίζει την αξία του έργου του προσωπικού, κάνοντάς το προτεραιότητα για την πολιτική υγείας του μέλλοντος.